αυθυπόστασις
Смотреть что такое "αυθυπόστασις" в других словарях:
αυθυπόσταση — η το να είναι κάτι αυθυπόστατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υπόσταση ( ις). Η λέξη στον λόγιο τύπο αυθυπόστασις μαρτυρείται στον Δ. Α. Χαντσερή] … Dictionary of Greek